οξύς

οξύς
(I)
-εία, -ύ (ΑΜ ὀξύς, -εῑα, -ύ, Α ιων. τ. θηλ. ὀξέα, ποιητ. τ. ουδ. πληθ. και ὀξεῑα)
1. αυτός που απολήγει σε αιχμηρό άκρο, αιχμηρός, μυτερός, σουβλερός
2. (για όργανα που τέμνουν) κοφτερός
3. (κυριολ. και μτφ.) ισχυρός, έντονος, δυνατός (α. «οξεία διένεξη» β. «οξύς πυρετός» γ. «μάχη ὀξέα... γίνεται», Ηρόδ.)
4. (για ήχο) λεπτός, υψηλός (α. «οξεία κραυγή» β. «ὀξέα κλάζων αἰετός», Σοφ.
γ. «ὅσοι φθόγγοι... βραδεῑς ὀξεῑς τε καὶ βαρεῑς φαίνονται», Πλάτ.)
5. διαπεραστικός («οξύ βλέμμα»)
6. αυτός που οργίζεται εύκολα, οξύθυμος, ευέξαπτος, ευερέθιστος
7. αυτός που έχει όξινη γεύση, ξινός («ὀξὺς οἶνος», Άλεξ.)
8. αυτός που αντιλαμβάνεται εύκολα, ταχύς ως προς την αντίληψη, οξύνους (α. «οξύς κατά την κρίση» β. «ὄκις... ὀξυτάτη τῶν διὰ τοῡ σώματος... αἰσθήσεων», Πλάτ.)
9. το θηλ. ως ουσ. βλ. οξεία
10. φρ. «οξεία γωνία» — η γωνία που είναι μικρότερη τής ορθής
νεοελλ.
1. (για νόσο) αυτός που εμφανίστηκε πρόσφατα και εξελίσσεται ταχύτατα («οξεία περιτονίτιδα»)
2. το ουδ. ως ουσ. βλ. οξύ
μσν.
ο υακίνθινος
αρχ.
1. αλγεινός, καυστικός στις αισθήσεις («Σείριος ὀξὺς ἐλλάμπων», Αρχίλ.)
2. (για πράγματα που προσβάλλουν έντονα την όραση) λαμπρός, εκθαμβωτικός («αἱ ὀξεῑαι χροιαί», Αριστοτ.)
3. ευκίνητος, γρήγορος («τοὺς ἵππους... ζευγνυμένους ὑπ' ἅρματα εἶναι ὀξυτάτους», Ηρόδ.)
4. ταχύς, γοργός («ὀξὺς δρόμος» — πολύ γρήγορο ταχυδρομείο, παπ.)
5. επείγων («ὀξὺς καιρός» — επείγουσα περίσταση, Ονήσανδρ.)
6. (για οσμή) ερεθιστικός
7. βιαστικός, ταραγμένος, ταραχώδης
8. άγριος, σφοδρός («ὀξὺς νότος», Σοφ.)
9. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀξεῑα
είδος αιχμηρού χειρουργικού εργαλείου.
επίρρ...
οξέως (Α ὀξέως, ποιητ. τ. ὀξείως)
νεοελλ.
με οξύτητα, με ζωηρότητα, ισχυρά, έντονα
αρχ.
1. ευθύς, αμέσως
2. με σπουδή, με ταχύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ὀξύς (< *ὀκ-σ-ύς) εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα ὀκ- (πρβλ. όκ-ρις) τής ρίζας ακ- «αιχμηρός» (πρβλ. ἄγω: ὄγμος) με ένσιγμη παρέκταση τού θέματος, η οποία απαντά και στον τ. ἀκο-σ-τή «κριθάρι», όπως και στα σύνθ. σε -ήκης (βλ. και λ. ακ-). Το επίθ. ὀξύς, ήδη από τον Όμηρο, καλύπτει ένα ευρύ σημασιολογικό πεδίο και μπορεί να παραβληθεί με τα δριμύς και ταχύς (βλ. και λ. οξυ-).
ΠΑΡ. όξος, οξύνω, οξύτητα(-της)
αρχ.
οξύς (ΙΙ), οξυτικός.
ΣΥΝΘ. Για σύνθ. με α' συνθετικό βλ. οξυ- (Β' συνθετικό) υπέροξυς
αρχ.
άποξυς, έποξυς, κάτοξυς, πάροξυς, σύνοξυς, ύποξυς].
————————
(II)
ὀξύς, -ύδος, ἡ (Α)
1. το φυτό ὀξαλίδα
2. το φυτό ὀξύσχοινος, είδος σχοίνου, βούρλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀξύς (Ι) + επίθημα -ύς, -ύδος (πρβλ. εμύς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὀξύς — 2 sharp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οξύς — ( έος), εία, ύ 1. αυτός που καταλήγει σε αιχμηρό άκρο, αλλ. μυτερός, σουβλερός: Οξύ βέλος, εργαλείο. 2. για όργανο που κόβει, ο κοφτερός: Οξύ μαχαίρι, ξυράφι κτλ. 3. μτφ., διαπεραστικός, λεπτός: Οξύ βλέμμα, οξεία κραυγή. 4. έντονος, ζωηρός:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πρᾷος τοὺς λόγους, ὀξὺς τὰ πράγματα. — πρᾷος τοὺς λόγους, ὀξὺς τὰ πράγματα. См. Железная рука, но мягкая перчатка …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πρᾶος τοὺς λόγους, ὀξὺς τὰ πράγματα. — См. Твердо в деле, мягко в формах …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ὀξυτάτων — ὀξύς 2 sharp fem gen pl ὀξύς 2 sharp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυτάτως — ὀξύς 2 sharp adverbial ὀξύς 2 sharp masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυτέρω — ὀξύς 2 sharp masc/neut nom/voc/acc dual ὀξύς 2 sharp masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυτέρων — ὀξύς 2 sharp fem gen pl ὀξύς 2 sharp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυτέρως — ὀξύς 2 sharp adverbial ὀξύς 2 sharp masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξέσι — ὀξύς 2 sharp neut dat pl (epic) ὀξύς 2 sharp masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”